- κριβάνῳ
- κρίβανονneut dat sgκρῑβάνῳ , κρίβανοςcovered earthen vesselmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριβάνωι — κριβάνῳ , κρίβανον neut dat sg κρῑβάνῳ , κρίβανος covered earthen vessel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANIS — I. PANIS διαιωνίξων dicebatur quem unusquisque totô aevô percipiebat, et posteris suis transmittebat. Talis ille, quem Aurelianus erogavit apud Vopisc. loc. cit. Item quem popularibus suis, Antiochensibus civibus, distribui instituisse, atque eam … Hofmann J. Lexicon universale
ροθώ — έω, Α [ῥόθος] 1. θορυβώ, κάνω κρότο («ἐν ῥοθοῡντι κριβάνῳ», Αισχύλ.) 2. παράγω συγκεχυμένο ήχο, εχθρικό ή οργισμένο (α. «ἀλλὰ ταῡτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐρρόθουν ἐμοί», Σοφ. β. «λόγοι δ ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί», Σοφ.) … Dictionary of Greek
ταβάλα — και ταβῆλα Α (κατά τον Ησύχ.) «ταβῆλα ὑπὸ Παρθῶν οὕτω καλεῑται ὄργανον κριβάνῳ ἐμφερές, ᾧ χρῶνται ἐν τοῑς πολέμοις ἀντὶ σάλπιγγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. παρθικής προέλευσης] … Dictionary of Greek